παρεπιδημώ

παρεπιδημώ
ΝΑ [παρεπίδημος]
μένω προσωρινά σε ξένο τόπο, είμαι πάροικος, ξένος σ' έναν τόπο
αρχ.
μεταβαίνω, ταξιδεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεπιδημώ — μένω σε ξένο τόπο για λίγο, προσωρινά: Τις μέρες αυτές παρεπιδημεί στην πόλη μας ο Πατριάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεπιδημία — η, δωρ. τ. παρεπιδαμία, ΝΑ [παρεπιδημώ] η προσωρινή διαμονή σε ξένο τόπο αρχ. φρ. (για την ζωή) «παρεπιδημία τὶς ἐστιν ὁ βίος» μτφ. μια προσωρινότητα είναι η ζωή (Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”